πονηρως

πονηρως
    πονηρῶς
    дурно, плохо, в плохом состоянии
    

π. ἔχειν Thuc., Xen. или διακεῖσθαι Isocr., Dem. — находиться в плохом состоянии


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πονηρως" в других словарях:

  • πονηρῶς — πονηρός oppressed by toils adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρώς — πονηρός oppressed by toils masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονήρως — πονηρός oppressed by toils adverbial πονηρός oppressed by toils masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… …   Dictionary of Greek

  • болѣзньнѣ — (3*) нар. 1.Больно, болезненно: болѣзньнѣ ѥмоу и скьрбьнѣ телеси имоущю. (πονηρῶς) ЖФСт XII, 149 об.; лѣпо... [врачу] измыти ˫азву не напрасно ни болѣзньнѣ. тако и д҃ши оу˫азвенѣ. ГБ XIV, 61в. 2. Мучительно, тягостно: Впрашаеши ли како живе(м).… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

  • υποτραυλίζω — ΜΑ [τραυλίζω] ψευδίζω λιγάκι, μιλώ κάπως ψευδά («ὑπὸ τοῡ ἀκράτου πονηρῶς ἔχων και ὑποτραυλίζειν γελοίως», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»